Όκλαντ

Όκλαντ
(Auckland). Πόλη (περ. 850.900 κάτ.) της Νέας Ζηλανδίας. Πρωτεύουσα της περιοχής είναι η Κεντρική Όκλαντ (5.578 τ. χλμ., 889.224 κάτ.). Bρίσκεται σε ευνοϊκή θέση επάνω από τον ισθμό που συνδέει τη χερσόνησο O. με τη βόρεια νήσο. Είναι η παλαιότερη πόλη της Νέας Ζηλανδίας, της οποίας υπήρξε πρωτεύουσα (1841-65, χρονολογία κατά την οποία πρωτεύουσα έγινε η Γουέλινγκτον) H Ό. είναι επίσης η μεγαλύτερη σε πλυθησμό και οικονομικά σημαντικότερη πόλη. Μεγάλο λιμενικό κέντρο με αεροδρόμιο, είναι έδρα βιομηχανιών μεταλλουργίας, μηχανουργίας, χημικών προϊόντων, υφαντουργίας και ειδών διατροφής. Σε αυτήν βρίσκονται διάφορα πολιτιστικά ιδρύματα, μεταξύ των οποίων το πανεπιστήμιο και το μουσείο, που περιλαμβάνει ενδιαφέρουσες συλλογές έργων τέχνης των ιθαγενών Μαορί. Αεροφωτογραφία της Όκλαντ (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Μαύροι Πάνθηρες — (Black Panther Party). Επαναστατικό κίνημα, η πλήρης ονομασία του οποίου είναι Μαύροι Πάνθηρες για την Αυτοάμυνα (Black Panther Party For Self defense). Το κίνημα ιδρύθηκε το 1966 στο Όκλαντ των ΗΠΑ από τον Χιούι Νιούτον και τον Μπόμπι Σίαλ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Λανγκ, Ντοροθέα — (Dorothea Lange, Χόμποκεν, Ολλανδία 1895 – Μαρίν Κάουντι, Καλιφόρνια 1965). Αμερικανίδα φωτογράφος. Το 1917 αποφοίτησε από την παιδαγωγική σχολή της Νέας Υόρκης και τα δύο επόμενα χρόνια παρακολούθησε μαθήματα φωτογραφίας στο πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… …   Dictionary of Greek

  • επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Καλιφόρνια — I (California). Πολιτεία (411.047 τ. χλμ., 35.116.033 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, πρώτη σε πληθυσμό και τρίτη σε έκταση μετά την Αλάσκα και το Τέξας. Συνορεύει με τις πολιτείες Όρεγκον στα Β, Νεβάδα στα Α, Αριζόνα στα… …   Dictionary of Greek

  • Μίλερ, Στάνλεϊ — (Stanley Miller, Όκλαντ, Καλιφόρνια 1930 –). Αμερικανός χημικός, βιολόγος. Αποφοίτησε το 1951 από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και έλαβε διδακτορικό τίτλο στην χημεία, το 1954, από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Το 1958 έγινε λέκτορας στο… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Χάμιλτον — I (Hamilton). Βρετανός ναύαρχος. Διακρίθηκε για τα φιλελληνικά του αισθήματα. Στην εισβολή του Δράμαλη στην αργολική πεδιάδα, ο X. κατέπλευσε επικεφαλής αγγλικής μοίρας στο Ναύπλιο, αλλά τελικά δεν ήρθε σε επαφή με τους πολιορκημένους Τούρκους.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”